- ἐφώριος
- ἐφώριοςmaturemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφώριος — ἐφώριος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. τού ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)] … Dictionary of Greek
ἐφωρίοις — ἐφώριος mature masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφώριοι — ἐφώριος mature masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)